- παμφίλου
- πάμφιλοςbeloved of allmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παμφίλου — Πάμφιλος beloved of all masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευσέβιος — I (; – 309; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (309;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής. Ο E., επειδή πολεμήθηκε από τον Ηράκλειο, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, εξορίστηκε από τον Μαξέντιο για να αποφύγει πιθανές ταραχές. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
Codex Coislinianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 015 Page with text … Wikipedia
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek
πύριος — Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά… … Dictionary of Greek
τριπόθητος — η, ο / τριπόθητος, ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, ον, Α πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.) μσν. 1.… … Dictionary of Greek
αγαθάνωρ — Τίτλος που δινόταν σε Θεσσαλούς στρατηγούς κατά την αρχαιότητα και ιδίως σε εκείνους που είχαν το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της Θεσσαλικής Συμπολιτείας. Σημαίνει τον πολίτη που μπορεί να εκτελέσει γρήγορα το ανδρικό του καθήκον. Ο α. ήταν… … Dictionary of Greek
Απελλής — I (Κολοφών 380/370 – Κως περ. 330 π.Χ.). Ζωγράφος. Οι διηγήσεις σχετικά με τον Α. είναι πλούσιες και δίνουν πολλές λεπτομέρειες και για τη ζωή και για το έργο του. Όμως, η επιστημονική έρευνα της εποχής μας, παρά την προσπάθειά της να απομονώσει… … Dictionary of Greek